Έλεγχος θρομβοφιλίας πριν τη λήψη αντισυλληπτικών.Πρέπει να γίνεται;
Ο αυξημένος κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου σε γυναίκες που λαμβάνουν από του στόματος αντισυλληπτικά δισκία είναι γνωστός. Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερες γυναίκες ελέγχονται για θρομβοφιλία (κυρίως για κληρονομικούς παράγοντες) ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανένα ιστορικό θρομβώσεων στο παρελθόν, άλλοι παράγοντες κινδύνου, αλλά ούτε και ιστορικό θρομβώσεων στην οικογένεια. Αυτή η καινούρια “μοντέρνα προσέγγιση” δεν είναι βασισμένη σε κατευθυντήριες οδηγίες γιατί δεν έχει αποδειχθεί ότι ωφελεί ο έλεγχος, αφού στις περισσότερες που θα συμβεί η θρόμβωση ο έλεγχος είναι αρνητικός. Παρόλα αυτά, ορισμένες φορές η απαίτηση από την πλευρά της γυναίκας είναι επιτακτική και το άγχος του ιατρού συχνά οδηγεί σε περιττούς ελέγχους.
Πότε όμως είναι αυξημένος ο κίνδυνος για εμφάνιση θρόμβωσης;
Στη βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν διερευνήσει τη σχέση της χρήσης των αντισυλληπτικών δισκίων με τον κίνδυνο ανάπτυξης θρομβοεμβολικής νόσου ο οποίος εκτιμάται ότι είναι 1-3 περιπτώσεις ανά 10000 γυναίκες-έτη. Να σημειωθεί ότι το είδος φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο αφού ο κίνδυνος μπορεί να διπλασιαστεί σε όσες λαμβάνουν δισκία με υψηλή δόση οιστρογόνου. Ο κίνδυνος της εμφάνισης είναι μεγαλύτερος κατά τους πρώτους έξι μήνες από την έναρξη και ο κίνδυνος εμφάνισης θρομβώσεων στην επανέκθεση (δηλαδή μετά από μια περίοδο διακοπής) είναι παρόμοιος. Τα ποσοστά εμφάνισης θρόμβωσης είναι υψηλότερα σε γυναίκες ηλικίας >40 ετών και η συσχέτιση αυτή το πιθανότερο αντανακλά έναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα. Πολλές μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι ο κίνδυνος αυξάνεται όταν οι γυναίκες εκτίθενται σε κάποιο γνωστό παράγοντα κινδύνου όπως ακινητοποίηση, χειρουργείο, κά.
Στη βιβλιογραφία καμία επιστημονική εταιρεία δεν συνιστά μαζικό έλεγχο θρομβοφιλίας πριν από τη χρήση αντισυλληπτικών. Tα περισσότερα επεισόδια θρομβοεμβολικής νόσου δε θα συμβούν σε γυναίκες με διεγνωσμένους παράγοντες θρομβοφιλίας και το αποτέλεσμα ενός αρνητικού έλεγχου δε μπορεί να διαβεβαιώσει ότι η χορήγηση αντισυλληπτικών δε θα επιπλακεί με θρόμβωση.
O έλεγχος θρομβοφιλίας πριν από τη χρήση των από του στόματος αντισυλληπτικών μπορεί να είναι χρήσιμος σε ασυμπτωματικούς συγγενείς των φορέων σοβαρής θρομβοφιλίας (ανεπάρκεια αντιθρομβίνης ΙΙΙ, πρωτεΐνης C και S, ομοζυγωτία για τον FVLeiden ή τη μετάλλαξη προθρομβίνης G20210A ή διπλή ετεροζυγωτία των δύο μεταλλαγών). Επί θετικών αποτελεσμάτων πρέπει να συναξιολογείται ο κίνδυνος από τη λήψη των αντισυλληπτικών με το όφελος και επί αναγκαιότητας να συζητείται η συνοδός λήψη άλλων προφυλακτικών μέτρων ή χορήγηση προφυλακτικής δόσης αντιπηκτικών. Σε ήπιες θρομβοφιλίες (απλή ετεροζυγωτία Leiden ή προθρομβίνης) η χορήγηση αντισυλληπτικών θα πρέπει να αποθαρρύνεται, ωστόσο δεν είναι δικαιολογημένη η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής εάν κριθεί απαραίτητη η λήψη και πρέπει να γίνεται προσεκτική αξιολόγηση όλων των παραγόντων κινδύνου.