Θρομβοφιλία δεν είναι μόνο οι εργαστηριακές εξετάσεις!!!
Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να υποβάλλονται γυναίκες σε κύηση σε έλεγχο μεταλλάξεων γονιδίων που προδιαθέτουν σε θρομβοφιλία στα πλαίσια εκτίμησης της αναγκαιότητας αντιπηκτικής αγωγής στην κύηση. Μάλιστα τις περισσότερες φορές ο έλεγχος γίνεται παρά την αντίθετη γνώμη του ιατρού.
Ο συγκεκριμένος έλεγχος έχει υψηλό κόστος αφού δε δικαιολογείται από δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Επίσης, αν περιλαμβάνει πολλαπλά γονίδια είναι σχεδόν απίθανο να μη βγει κάποιο παθολογικό αποτέλεσμα, αφού τα περισσότερα αφορούν πολυμορφισμούς που μπορεί να ανευρεθούν σε >50% του πληθυσμού και συνήθως αφορούν χαμηλό θρομβοφιλικό κίνδυνο. Άρα, εάν ο έλεγχος γίνει χωρίς να υπάρχει ένδειξη προσθέτει “stress” στη γυναίκα που έχει ένα παθολογικό αποτέλεσμα και πρέπει να πειστεί από τον γιατρός της ότι δεν έχει ένδειξη για αντιπηκτική αγωγή.
Το πιο σημαντικό από όλα, πέρα και από τις εργαστηριακές εξετάσεις είναι η κλινική εξέταση και το ιστορικό. Δηλαδή υπάρχουν παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο και σε ορισμένες περιπτώσεις δικαιολογούν την έναρξη αντιπηκτικής αγωγής ανεξαρτήτως γονιδίων και λοιπών εργαστηριακών εξετάσεων.
Ορισμένοι από τους παράγοντες κινδύνου είναι οι εξής: Ηλικία γυναίκας>35 έτη, κάπνισμα, κιρσοί κάτω άκρων, αυξημένο σωματικό βάρος, κά.
Επίσης, ειδικές συνθήκες στην κύηση μπορεί να αυξήσουν τον θρομβοεμβολικό κίνδυνο όπως: Υπερεμεσία / αφυδάτωση, κλινοστατισμός, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, κά.
Άρα ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα εξέτασης θρομβοφιλίας δεν προστατεύει από θρόμβωση στην κύηση, όπως επίσης και ένα παθολογικό αποτέλεσμα από μόνο του δε δικαιολογεί την αναγκαιότητα αναπηκτικής αγωγής.