Αντίσταση στα κουμαρινικά αντιπηκτικά
Η αντίσταση στα κουμαρινικά αντιπηκτικά (Sintrom, Panwarfin) είναι η αδυναμία παράτασης του χρόνου προθρομβίνης (INR) σε θεραπευτικά όρια παρά τη συνταγογράφηση του φαρμάκου σε συνήθεις δόσεις. Ωστόσο, οι υψηλές απαιτήσεις σε κουμαρινικά δε σημαίνουν απαραίτητα και αντίσταση γιατί σημαντικό ρόλο παίζει η διατροφή, ο μεταβολισμός κ.ά. Γενικά θεωρούμε ως αντίσταση την αδυναμία επίτευξης INR στόχου με δόση βαρφαρίνης >105mg/εβδομάδα ή >15mg ημέρα. Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την αποτυχία του φαρμάκου, δηλαδή εμφάνιση νέου θρομβωτικού επεισοδίου παρά τη θερπαευτική δόση. Χαρακτηριστικό αυτών των ασθενών είναι ότι χρειάζονται μικρότερες δόσεις βιταμίνης Κ για να αναστρέψουν τη δράση της βαρφαρίνης (“υπερευαισθησία στη βιταμίνη Κ”).
Η αντίσταση στα κουμαρινικά μπορεί να είναι επίκτητη (μη καλή συμμόρφωση στη θεραπεία, λήψη άλλων φαρμάκων που επηρεάζουν ή πολυβιταμινούχων σκευασμάτων, άφθονη λήψη λαχανικών ή άλλων τροφών πλούσιων σε βιταμίνη Κ) ή κληρονομική (μεταλλαγές που αυξάνουν το μεταβολισμό του φαρμάκου ή μειώνουν την ενεργότητά του).
Στην πράξη όταν υπάρχει υποψία αντίστασης αρχικά πρέπει να αποκλειστεί ότι ο ασθενής παραλείπει δόσεις (να γίνεται καταμέτρηση χαπιών), Στη συνέχεια πρέπει να καταγράφεται η δίαιτα και τη περιεκτικότητα σε βιταμίνη Κ έχει καθώς και όλα τα φαρμακευτικά σκευάσματα που λαμβάνει, ακόμα και συμπληρώματα διατροφής ή βότανα. Έπειτα αφού έχουν αποκλειστεί τα παραπάνω αίτια γίνεται εκτίμηση της ενεργότητας των παραγόντων που επηρεάζονται από τα κουμαρινικά και συγκεκριμένα του παράγοντα ΙΙ και του παράγοντα X. Αν τα επίπεδα είναι >40% του φυσιολογικού τότε το πιθανότερο πρόκειται για αντίσταση. Περαιτέρω έλεγχος μπορεί να γίνει και σε επίπεδο φαρμακογενετικής με μέτρηση σε μοριακό επίπεδο VKOR/CYP2C9.
Στις περιπτώσεις αντίστασης είναι προτιμότερο να τροποποιηθεί η αγωγή σε άλλα αντιπηκτικά όπως ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους και fondaparinux ή νεότερα αντιπηκτικά από το στόμα εάν όπου υπάρχει ένδειξη.