Πότε χρειάζεστε αιματολόγο

Ο αιματολόγος είναι ο εξειδικευμένος ιατρός που μπορεί να διερευνήσει...


Τα παθολογικά ευρήματα στη γενική αίματος μπορεί να αφούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια, τα αιμοπετάλια είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Το αποτέλεσμα από τον αυτόματο αναλυτή μπορεί να αναδείξει τις ποσοτικές μεταβολές των ερυθροκυττάρων (αναιμία-ερυθροκυττάρωση), των λευκοκυττάρων (λευκοπενία-λευκοκυττάρωση) και των αιμοπεταλίων (θρομβοπενία-θρομβοκυττάρωση), ενώ ο αιματολόγος στη συνέχεια αξιολογεί στο μικροσκόπιο την ποιότητα των κυττάρων. Η αξιολόγηση της γενικής αίματος και η μελέτη στο μικροσκόπιο είναι πολύ σημαντική γιατί σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα αποτελεί τη βασική εξέταση που θα βοηθήσει στη περαιτέρω διερεύνηση του νοσήματος και στη διάγνωση.

Οι αιμοσφαιρινοπάθειες είναι κληρονομικά νοσήματα του ερυθρού αιμοσφαιρίου. Ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά ήπιες, συνήθως όταν το νόσημα κληρονομείται από τον ένα γονιό. Υπάρχουν όμως και ασθενείς με πολύ σοβαρές εκδηλώσεις από μικρή ηλικία, κυρίως λόγω σοβαρής αναιμίας. Ο αιματολόγος είναι ο γιατρός που θα βοηθήσει στην διάγνωση, θα καθοδηγήσει στο προγεννητικό έλεγχο, αλλά και θα παρακολουθήσει τους χρονίως πάσχοντες. Στις αιμοσφαιρινοπάθειες συμπεριλαμβάνονται οι θαλασσαιμίες («μεσογειακή αναιμία») και η δρεπανοκυτταρική αναιμία

Ο ρόλος του αιματολόγου είναι σημαντικός να βοηθήσει έναν ασθενή με βαριά σιδηροπενική αναιμία, να δώσει οδηγίες σωστής λήψης σιδήρου για βέλτιστη απορρόφηση και αναλόγως να χορηγήσει ενδοφλέβια σκευάσματα όταν η από του στόματος αγωγή δε βοηθά. Επιπλέον, σε ασθένειες που χαρακτηρίζονται από υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο (πχ. μεσογειακή αναιμία, αιμοχρωμάτωση, πολλαπλές μεταγγίσεις) ο αιματόλογος θα δώσει την απαραίτητη θεραπεία για απομάκρυνση του συσσωρευμένου σιδήρου από τους ιστούς.

Ο σπλήνας και οι λεμφαδένες μπορεί να διογκωθούν σε πολλές περιπτώσεις τόσο καλοήθεις (πχ. λοιμώξεις) ή κακοήθεις (πχ. λεμφώματα) γι’ αυτό και χρειάζεται πάντα έλεγχος. Ο αιματολόγος είναι ο κατάλληλος ιατρός να διερευνήσει τέτοιες διαταραχές. Ο σπλήνας και οι λεμφαδένες είναι όργανα του αιμοποιητικού-λεμφικού συστήματος επομένως συναξιολογούνται με ευρήματα από τη γενική αίματος.

Τα κακοήθη νοσήματα του αιμοποιητικού συστήματος είναι πολλαπλά. Ορισμένα είναι χαμηλής κακοήθειας και χρειάζονται μόνο παρακολούθηση και άλλα είναι υψηλής που χρειάζονται άμεσα θεραπευτική αντιμετώπιση. Διακρίνονται σε κατηγορίες αναλόγως με το πιο είναι το παθολογικό κύτταρο που προκαλεί το νόσημα. Επιγραμματικά είναι τα ακόλουθα: Λεμφώματα- Λευχαιμίες, Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα, Πολλαπλό Μυέλωμα και Μυελοϋπερπλαστικά Σύνδρομα

Η αιμόσταση είναι ένας άλλος τομέας της αιματολογίας. Εάν υπάρχουν διαταραχές στην αιμόσταση τότε τα νοσήματα που προκύπτουν αφορούν τόσο θρομβώσεις όσο και αιμορραγίες, δηλαδή δύο άκρως αντίθετα νοσήματα. Ο αιματολόγος θα διερευνήσει και θα κάνει τη διάγνωση θρομβώσεων, τόσο φλεβικών (πχ. πνευμονική εμβολή) αλλά και αρτηριακών (πχ. εγκεφαλικό επεισόδιο) και θα δώσει την κατάλληλη θεραπεία για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί. Επίσης, στην περίπτωση αιμορραγίας αντιστοίχως θα διαγνώσει και διερευνήσει νοσήματα με αιμορραγική διάθεση (αιμορροφιλία, νόσος von Willebrand, θρομβασθένειες) και θα δώσει οδηγίες για ελάττωση κινδύνου αιμορραγίας στο μέλλον.

Κατά τη διάρκεια της κύησης φυσιολογικά συμβαίνουν πολλές μεταβολές που μπορεί να επηρεάζουν το αίμα. Είναι φυσιολογικό να επιδεινώνεται υπάρχουσα αναιμία, όπως επίσης να παρατηρείται πτώση των αιμοπεταλίων ή άνοδος των λευκών αιμοσφαιρίων. Ο αιματολόγος θα διακρίνει εάν αυτές οι μεταβολές οφείλονται αποκλειστικά στην κύηση ή συνυπάρχει άλλο νόσημα και θα δώσει οδηγίες για την παρακολούθηση. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κύησης αυυξάνουν οι παράγοντες πήξης με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια θρομβοφιλική προδιάθεση. Εάν υπάρχουν όμως κι άλλοι παράγοντες κινδύνου για θρομβώσεις τότε απατείται προσεκτική παρακολούθηση για τον κίνδυνο πρόκλησης θρόμβωσης της εγκύου αλλά και για τον κίνδυνο κακής αιμάτωσης ή απώλειας του κυήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής κατά την κύηση. Τέλος, περιπτώσεις επανηλλειμένων αποβολών οφείλονται σε θρομβοφιλικούς παράγοντες και τότε απαιτείται σωστή διερεύνηση για την αποτροπή νέας αποβολής στο μέλλον.