Θρομβοφιλία στην κύηση

Στην κύηση υπάρχει μια φυσιολογική αλλαγή του αιμοστατικού μηχανισμού και των συνθηκών ροής του αίματος στα αγγεία ώστε να δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες εμφύτευσης, επαρκούς αιματικής ροής στην μητροπλακουντιακή κυκλοφορία και ομαλής ανάπτυξης του εμβρύου. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αιμορραγίας στα πρώιμα στάδια αυξάνονται οι παράγοντες πήξης, μειώνονται οι φυσικοί ανασταλτές τους όπως και η ινωδολυτική δραστηριότητα. Παράλληλα, συνυπάρχει φλεβική στάση και αυξημένη παρουσία οιστρογόνων με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια «υπερπηκτική» κατάσταση. Επομένως, οι έγκυες έχουν αυξημένο κίνδυνο θρομβοεμβολικής νόσου σε σχέση με τις γυναίκες αντίστοιχης ηλικίας, παρόλα αυτά ο κίνδυνος παραμένει χαμηλός σε 1:1000 κυήσεις. Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο θρόμβωσης αποτελούν η ηλικία της μητέρας εάν είναι >35 έτη με πολλαπλές κυήσεις στο παρελθόν, ιστορικό θρομβοεμβολικής νόσου ή ιστορικό θρόμβωσης στην οικογένεια, ιστορικό συγγενούς ή επίκτητης θρομβοφιλίας, παχυσαρκία, ακινητοποίηση και κιρσοί κάτω άκρων, κάπνισμα ή νοσήματα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης θρομβώσεων όπως μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα, νεφρωσικό σύνδρομο, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο. άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο αποτελούν νοσηρότητα της κύησης όπως προεκλαμψία ή σοβαρή μαιευτική αιμορραγία και η λοχεία. Η θρομβοφιλία της κύησης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα φλεβικές θρομβώσεις (εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και πνευμονική εμβολή ή θρόμβωση σε ασυνήθεις θέσεις ειδικά αν συνυπάρχουν άλλα νοσήματα που προδιαθέτουν), αρτηριακές θρομβώσεις (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα μυοκαρδίου) ή νοσηρότητα της κύησης (υποτροπιάζουσες αυτόματες αποβολές σε έμβρυα μικρότερα των 20 εβδομάδων, γέννηση νεκρού εμβρύου, προεκλαμψία, σύνδρομο HELLP, μη αύξηση σωματικού βάρους εμβρύου, αποκόλληση πλακούντα). Ωστόσο, η θρόμβωση είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο και δε σημαίνει ότι όσοι έχουν εξεταστεί και βρεθεί να φέρουν γονίδια κληρονομική θρομβοφιλίας θα αναπτύξουν και θρόμβωση. Οι περισσότεροι δε θα αναπτύξουν ποτέ θρόμβωση και σχεδόν στις μισές περιπτώσεις θρομβώσεων δεν ανευρίσκεται σαφές αίτιο θρομβοφιλίας. Στην κύηση σημαντικότεροι παράγοντες αποβολών αποτελούν χρωμοσωμιακές ανωμαλίες του εμβρύου, δομικές ανωμαλίες της μήτρας, ανοσολογικά ή ενδοκρινολογικά αίτια που μπορεί να συνυπάρχουν ή όχι με θρομβοφιλική προδιάθεση. Επομένως, έλεγχος θρομβοφιλίας πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις που θα τροποποιήσουν τη θεραπευτική αντιμετώπιση της εγκύου, ειδάλλως το άγχος που επιφορτίζεται το ζευγάρι και το κόστος των εξετάσεων που προκύπτει οφείλει να είναι απαγορευτικό.

Μοιράσου αυτό το άρθρο